- αδρανής
- amorphe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀδρανής — impotent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια … Dictionary of Greek
αδρανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, νωθρός, ακίνητος: Είναι άνθρωπος αδρανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδρανῆ — ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανέστερον — ἀδρανής impotent adverbial comp ἀδρανής impotent masc acc comp sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστάτων — ἀδρανής impotent fem gen superl pl ἀδρανής impotent masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστέρων — ἀδρανής impotent fem gen comp pl ἀδρανής impotent masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανές — ἀδρανής impotent masc/fem voc sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανέστατον — ἀδρανής impotent masc acc superl sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστάτη — ἀδρανής impotent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστάτην — ἀδρανής impotent fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)